προσκυνητός

προσκυνητός
-ό / προσκυνητός, -όν, ΝΜΑ [προσκυνῶ]
νεοελλ.-μσν.
φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών
μσν.-αρχ.
αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος.
επίρρ...
προσκυνητῶς Μ
με προσκύνηση, με απόδοση ευλαβούς λατρείας και τιμής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσκυνητός — to be worshipped masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητόν — προσκυνητός to be worshipped masc acc sg προσκυνητός to be worshipped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητοῖς — προσκυνητός to be worshipped masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητοί — προσκυνητός to be worshipped masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητῆς — προσκυνητός to be worshipped fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητέ — προσκυνητός to be worshipped masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητή — προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητῶς — προσκυνητός to be worshipped adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητῷ — προσκυνητός to be worshipped masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκυνητά — προσκυνητά̱ , προσκυνητής worshipper masc nom/voc/acc dual προσκυνητής worshipper masc voc sg προσκυνητής worshipper masc nom sg (epic) προσκυνητός to be worshipped neut nom/voc/acc pl προσκυνητά̱ , προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”