- προσκυνητός
- -ό / προσκυνητός, -όν, ΝΜΑ [προσκυνῶ]νεοελλ.-μσν.φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορώνμσν.-αρχ.αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος.επίρρ...προσκυνητῶς Μμε προσκύνηση, με απόδοση ευλαβούς λατρείας και τιμής.
Dictionary of Greek. 2013.